- δεικηλίκτας
- δεικηλίκτας, ο (δωρ. τ.) (Α) [δείκηλον]1. αυτός που παριστάνει κάτι2. κωμικός ηθοποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεικηλίκτας — δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc acc pl δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)